Οι πρώτες ώρες της υπόλοιπης ζωής σου


Εκείνη
Το τρένο σταμάτησε στην αποβάθρα.
Ήταν 11 και μισή, σχεδόν μεσημέρι. Ρωτάει τι ώρα φεύγει το επόμενο τρένο.
Έχει χρόνο μέχρι τις 7:00.
Πρέπει να κάνει συνάλλαγμα.
Άνοιξε το κινητό της και παίρνει τηλέφωνο. Καμία απάντηση.
Στέλνει ένα γραπτό μήνυμα.
Βγαίνει προς την έξοδο δίχως να έχει καταλάβει που ακριβώς είναι.


Τα μάτια της τύφλωσε η γλυκιά αντηλιά του Σεπτέμβρη. Έπρεπε να κάνει ζέστη, αλλά έχει μια παράξενη δροσιά λες και είναι σε νησί.
Ο σταθμός του τρένου έμοιαζε βγαλμένος από άλλη εποχή. Παντού σκαλιστά, κόκκινα και χρυσά και πράσινα. Χρωματιστά παράθυρα, περίεργοι τύποι να μπαινοβγαίνουν φορτωμένοι, τσάντες με είδη προικός, βαλίτσες, γυναίκες σε ομάδες ντυμένες περίεργα να γελάνε δυνατά χωρίς να δίνουν σημασία σε κανέναν, παιδιά απομακρυσμένα από τους γονείς τους παίζουν με τα πυρότουβλα του τοίχου.
Μπροστά της απλωμένο ένα πάρκο, λίγο πιο μετά μια πιάτσα ταξί και μετά ο σταθμός του τραμ.  Δεν είχε ψιλά, δεν πειράζει όμως, έχει αυτόματους πωλητές εισιτηρίων που δέχονται χαρτονομίσματα και σε γεμίζουν ψιλά.
Το εισιτήριο είναι σαν μεγάλο κέρμα στρογγυλό αλλά καταπράσινο και πλαστικό. Γέλασε με κομπασμό.  Δεν ξέρει προς τα που να κοιτάξει. Δε βαριέσαι... όποιο περάσει πρώτο, εξάλλου η αποβάθρα είναι στη μέση!
Στο δρόμο κατάλαβε γιατί δεν έκανε τόση ζέστη. Ήταν πολύ κοντά στη θάλασσα. Κατέβηκε μετά από 3-4 στάσεις.
Πήρε το Μετρό κατέβηκε στον τερματικό σταθμό. Ξαναγέλασε με κομπασμό! δεν υπάρχουν κυλιόμενες σκάλες! Ανέβηκε στην επιφάνεια.
Ήταν ήδη μεσημέρι.
Ήθελε έναν καφέ. Μπήκε στην πρώτη καφετέρια που βρήκε μπροστά της. Ζήτησε ένα Αμερικάνο, ήπιε έναν Ελληνικό τελικά. Πήρε πάλι τηλέφωνο. Καμία απάντηση. Έστειλε πάλι μήνυμα. Κοιτούσε τους γύρω της. Ένοιωσε τόσο όμορφα. Χαλάρωσε, άναψε ένα τσιγάρο και ένα δεύτερο ενώ χάζευε τους γύρω της.
Πέρασε η ώρα. Κατηφορίζει στο πεζόδρομο. Τι όμορφα που είναι εδώ. Χτυπάει το τηλέφωνο συνεχίζει και προχωράει ενώ μιλάει. Εξηγεί που βρίσκεται. Κλείνει το τηλέφωνο. Μπαίνει σε ένα μαγαζί που πουλάει ρούχα. Αγοράζει ένα παντελόνι. Συνεχίζει και κατηφορίζει, κοιτάει το ρολόι της, πίνει άλλον ένα καφέ, πάλι ελληνικό. Έχει πλέον πολύ χρόνο μέχρι τις 8:00 ... Συνέχισε να κατηφορίζει. Ο κόσμος αρκετός, οι εικόνες έντονες. Πράσινο παντού. Ηρεμία. Βρήκε ένα καφέ σε μια κατηφόρα. Παραγγέλνει άλλον έναν Ελληνικό και χαζεύει τους διπλανούς της που παίζουν τάβλι. Ντόρτια, Διπλές, Παραμάνα... Γέλασε, αυτή τη φορά ήταν αλλιώς όμως. Κοιτάζει γύρω της. Μια κατηφόρα, ένα μπαλονάκι, 3 τραπέζια, 2 κουρελούδες και 3 τάβλι αυτό ήταν όλο και όλο. Δε σταμάτησε να κοιτάζει τον κόσμο γύρω της. Παράξενοι άνθρωποι, καθόλου άγνωστοι όμως.
Νυχτώνει. Κοιτάζει το κινητό της. Αρχίζει να ανηφορίζει. Κάθε φορά βλέπει και κάτι καινούριο.  Μοντέρνα κτήρια, παλιές επιγραφές, ανακαινίσεις, κόσμος, άλλοι χαζεύουν, άλλοι βιάζονται. Πλανόδιοι μουσικοί παίζουν μουσικές από όλο τον κόσμο, για κάθε γούστο. Κάθε γωνία και μια διαφορετική γλώσσα, κάθε γωνία και μια διαφορετική κουλτούρα. Κάθισε στη βιτρίνα μιας τράπεζας. Χαζεύει τους περαστικούς και μια ομάδα παιδιών που παίζουν κάτι παραδοσιακό. Ανάβει άλλο ένα τσιγάρο, κοιτάζει την ώρα, σηκώνεται και συνεχίζει να ανηφορίζει. Τόσος θόρυβος και όμως δεν είναι ενοχλητικός. Τόσος κόσμος και όμως δεν είναι καταπιεστικός. Βλέπει ταμπέλες γνώριμες. Γελάει, αυτή τη φορά με κατανόηση.
Έφτασε μετά  από λίγο εκεί που έπρεπε. Πήρε έναν καφέ, αυτή τη φορά φίλτρου, σε χάρτινο με ξύλινο κουταλάκι κ διπλό ποτήρι γιατί καίει.
Ανέβηκε στο πατάρι, κοιτάζει από έξω την πόλη. Όμορφο σούρουπο, μπορεί να μην βλέπει το ηλιοβασίλεμα αλλά ο ουρανός είναι όμορφος. Ο κόσμος πάει και έρχεται, μια ομάδα της αντιτρομοκρατικής (?) με πυροτεχνουργούς στα άσπρα (csi τύπου) κλείνουν το χώρο γύρω από μια τράπεζα, σε λίγο ακούστηκε ένα μπαμ(!). Ανάβει τσιγάρο, πίνει μια γουλιά καφέ. Δε φοβήθηκε καθόλου, ούτε ρώτησε τί έγινε. Κανείς δεν κουνήθηκε από τη θέση του.
Η ώρα πλησιάζει 8.
Ξαφνικά ακούγονται φωνές, κοιτάζει από το παράθυρο έχει πορεία, βλέπει κομμουνιστικά πλακάτ, ανεβαίνουν προς την πλατεία, ήταν όλοι και όλοι 50 άτομα. Πίνει μια γουλιά καφέ. Γελάει με κομπασμό.
Κλείνει τα μάτια της και χαμογελά. Χτύπησε το τηλέφωνο, χτύπησε και η καρδιά της. Μπήκε στο ταξί, νέες εικόνες που όμως τις είχε ξαναδεί. Κοιτάζει κάτω από τη γέφυρα, μικρά και μεγάλα φωτάκια όλα δικά της από σήμερα. Κλείνει τα μάτια, μυρίζει τον αέρα, επιτέλους είναι σπίτι!

ΕΓΩ
Το τρένο σταμάτησε στην αποβάθρα.
Ήταν 11 και μισή, σχεδόν μεσημέρι. Ρώτησα τον σταθμάρχη τι ώρα είναι η επιστροφή.
Μέχρι τις 7:00 έχω πολύ χρόνο.
Έκανα συνάλλαγμα και πήρα μερικά τηλέφωνα που κατέληξαν να γίνουν γραπτά μηνύματα.
Δεν είχα καταλάβει που ακριβώς βρισκόμουν. Βγήκα έξω από το σταθμό. Είχε πολύ αντηλιά. Για Σεπτέμβρη έκανε ψύχρα, λες και ήμουν στο νησί!
Κοίταξα πίσω μου το σταθμό. Ήταν τόσο επιβλητικός. Παντού σκαλιστά, κόκκινα και χρυσά και πράσινα. Χρωματιστά παράθυρα, περίεργοι τύποι να μπαινοβγαίνουν φορτωμένοι, τσάντες με είδη προικός, βαλίτσες, γυναίκες σε ομάδες ντυμένες περίεργα να γελάνε δυνατά χωρίς να δίνουν σημασία σε κανέναν, παιδιά απομακρυσμένα από τους γονείς τους παίζουν με τα πυρότουβλα του τοίχου.
Γύρισα μπροστά μου. Ένα πάρκο, λίγο πιο μετά μια πιάτσα ταξί και μετά ο σταθμός του τραμ.  Κοίταξα για ψιλά αλλά μου είπαν πως οι αυτόματοι πωλητές εισιτηρίων δέχονται χαρτονομίσματα και με γεμίζουν ψιλά.
Το εισιτήριο είναι σαν μεγάλο κέρμα στρογγυλό αλλά καταπράσινο και πλαστικό.  Πέρασα στην αποβάθρα σκεπτόμενη το αστείο εισιτήριο. Μπήκα στο 1ο τραμ που πέρασε δίχως να ξέρω που πάει. Ο σταθμός του τρένου ήταν σχεδόν παραθαλάσσιος γιαυτό έκανε δροσούλα!
Σε 4 στάσεις κατέβηκα και πήρα το μετρό.
Από τον τερματικό σταθμό του μετρό έως στην επιφάνεια έμοιαζε ταξίδι ατελείωτο και δεν είχε κυλιόμενες σκάλες. Βγήκα στην επιφάνεια και ήταν ήδη μεσημέρι.
Αναζήτησα έναν καφέ. Η αφεντιά μου ήθελε Αμερικάνο αλλά αρκέστηκα σε έναν Ελληνικό. Προσπάθησα να ξαναπάρω τηλέφωνο αλλά κατέληξα να στέλνω μηνύματα πάλι.  Κοίταξα γύρω μου ήταν τόσο όμορφα. Άναψα ένα τσιγάρο και άλλο ένα χώθηκα στην πολυθρόνα και χαλάρωσα.
Πέρασε η ώρα. Ξεκίνησα να κατηφορίζω στο πεζόδρομο. Τι όμορφα που είναι εδώ. Χτύπησε το τηλέφωνο, το σήκωσα και εξηγούσα όλα όσα έβλεπα. Αγόρασα ένα παντελόνι,γιατί θα χρειαστεί να αλλάξω και συνέχισα να κατηφορίζω. Ήπια άλλον ένα καφέ, πάλι ελληνικό. Μέχρι τις 8:00 έχω χρόνο. Ο κόσμος ήταν αρκετός, αλλά δε με ζάλιζε. Είχε πράσινο παντού και μια παράξενη ηρεμία. Ήπια και έναν 3ο καφέ αυτή τη φορά σε ένα καφέ κρεμασμένο σε μια κατηφόρα.  Πάλι χάζευα τους διπλανούς μου, αυτή τη φορά παίζουν τάβλι. Ντόρτια, Διπλές, Παραμάνα... Έβαλα  τα γέλια με τον τρόπο που τσακωνόντουσαν και με το πως "δίδασκε" ο ένας τον άλλον, ήταν τόσο οικείο όλο αυτό.
Τόση ομορφιά σε μια κατηφόρα, ένα μπαλονάκι, 3 τραπέζια, 2 κουρελούδες και 3 τάβλι. Δε σταμάτησα να κοιτάζω τον κόσμο γύρω μου. Παράξενοι άνθρωποι, καθόλου άγνωστοι όμως.
Νυχτώνει. Κοίταξα το κινητό μου. Έπρεπε να ανηφορίσω σιγά σιγά. Κάθε φορά έβλεπα και κάτι καινούριο σε αυτόν τον δρόμο. Δε έμοιάζε ο ίδιος που κατέβηκα.  Μοντέρνα κτήρια, παλιές επιγραφές, ανακαινίσεις, κόσμος, άλλοι χάζευαν, άλλοι βιάζονταν. Πλανόδιοι μουσικοί έπαίζαν μουσικές από όλο τον κόσμο, για κάθε γούστο. Κάθε γωνία και μια διαφορετική γλώσσα, κάθε γωνία και μια διαφορετική κουλτούρα. Κάθισα στη βιτρίνα μιας τράπεζας. Χάζεψα τους περαστικούς και μια ομάδα παιδιών που έπαιζαν κάτι παραδοσιακό. Άναψα άλλο ένα τσιγάρο, και κοίταξα την ώρα, σηκώθηκα και συνέχισα την ανηφόρα μου. Τόσος θόρυβος και όμως δεν είναι ενοχλητικός. Τόσος κόσμος και όμως δεν ήταν καταπιεστικός. Ταμπέλες γνώριμες που με κάνουν κ καταλαβαίνω, δε νοιώθω ξένη.
Έφτασα μετά  από λίγο εκεί που έπρεπε. Πήρα έναν καφέ, αυτή τη φορά φίλτρου, σε χάρτινο με ξύλινο κουταλάκι κ διπλό ποτήρι γιατί καίει.
Ανέβηκα στο πατάρι, κοίταξα από έξω την πόλη. Όμορφο σούρουπο, μπορεί να μην βλέπω το ηλιοβασίλεμα αλλά ο ουρανός είναι όμορφος. Ο κόσμος πάει και έρχεται, μια ομάδα της αντιτρομοκρατικής (?) με πυροτεχνουργούς στα άσπρα (csi τύπου) κλείνουν το χώρο γύρω από μια τράπεζα, σε λίγο ακούστηκε ένα μπαμ(!). Ανάψα τσιγάρο, ήπια μια γουλιά καφέ. Δε φοβήθηκα καθόλου, ούτε ρώτησα τί έγινε. Κανείς δεν κουνήθηκε από τη θέση του.
Η ώρα πλησιάζει 8.
Ξαφνικά ακούγονται φωνές, κοίταξα από το παράθυρο,  είχε πορεία, κομμουνιστικά πλακάτ ανεβαίνουν προς την πλατεία, ήταν όλοι και όλοι 50 άτομα. Ήπια μια γουλιά καφέ και γέλασα! Μα 50 άτομα;
Λίγο έμεινε! Χτύπησε το τηλέφωνο. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει. Μπήκα στο ταξί και ξεκινήσαμε. Ήταν πλέον νύχτα. Τα φώτα κάτω από την γέφυρα ήταν μαγευτικά. Από σήμερα όλα αυτά τα φώτα είναι δικά μου. Έκλεισα τα μάτια μου και μύρισα τον αέρα. Ήμουν πλέον σίγουρη. Είχα φτάσει σπίτι.

*το παρόν αποτελεί κομμάτι μιας σειράς κειμένων με τίτλο #500words έτσι και αλλιώς. Πρόκειται για 50 ιστορίες γραμμένες δυο, μπορεί και τρεις φορές κάθε φορά  διαφορετική γωνία κάθε φορά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...